- τιτλοφόρο(ν)
- το рубрика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τιτλοφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. τιτλούχος 2. το ουδ. ως ουσ. το τιτλοφόρο (στη δημοσιογραφία) ειδησεογραφικό δημοσίευμα με ιδιαίτερο τίτλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίτλος + φόρος* (< φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek